- ψιλεύς
- -έως, ὁ, Α1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός].
Dictionary of Greek. 2013.