ψιλεύς

ψιλεύς
-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῡ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. τού πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππ-εύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιλεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλεῖς — ψιλεύς masc acc pl ψιλεύς masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλῆς — ψιλεύς masc nom pl ψιλεύς masc nom/voc pl ψῑλῆς , ψιλός bare fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλῆι — ψιλεύς masc dat sg (epic ionic) ψῑλῇ , ψιλός bare fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόψιλος — ον, Α αυτός που τού αρέσει η τελευταία θέση στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψίλον, δωρ. τ. τής λ. πτίλον* «πούπουλο» (για τη σημ. πρβλ. και τον τ. ψιλεύς «αυτός που χορεύει τελευταίος»)] …   Dictionary of Greek

  • ψιλῇ — ψιλῆι , ψιλεύς masc dat sg (epic ionic) ψῑλῇ , ψιλός bare fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”